σκοταδιστής

σκοταδιστής
ο мракобес, обскурант

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκοταδιστής" в других словарях:

  • σκοταδιστής — ο, Ν 1. αυτός που καλύπτει ή προσπαθεί να καλύψει με σκοτάδι την αληθινή γνώση, που είναι αντίθετος με την πνευματική καλλιέργεια, που επιδιώκει τη διατήρηση τού πνεύματος στην άγνοια 2. μτφ. αυτός που έχει πολύ συντηρητικές απόψεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σκοταδιστής — ο αυτός που επιδιώκει να αποκρύψει την αληθινή γνώση, αυτός που διακρίνεται για το αντιπροοδευτικό του πνεύμα: Στην Ακαδημία επικράτησε τελικά η άποψη των σκοταδιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοταδιστικός — ή, ό, Ν [σκοταδιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκοταδισμό και στον σκοταδιστή 2. αυτός που φέρνει ή που επιδιώκει τον σκοταδισμό, που έρχεται σε αντίθεση με την πνευματική καλλιέργεια. επίρρ... σκοταδιστικά Ν με τρόπο σκοταδιστικό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»